σπατουλάρω

σπατουλάρω
Ν [σπάτουλα]
1. απλώνω πολτώδες υγρό και λειαίνω την επιφάνεια του με τη χρησιμοποίηση σπάτουλας
2. μτφ. κολακεύω με γλοιώδη τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπατουλάρισμα — το, Ν [σπατουλάρω] 1. η λείανση επιφάνειας με τη χρησιμοποίηση σπάτουλας 2. μτφ. γλοιώδης κολακεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”